- χαρακώ
- -όω, ΜΑβλ. χαρακώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρακῶ — χαρακόω fence by a palisade pres subj act 1st sg χαρακόω fence by a palisade pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρακώνω — χαρακῶ, όω, ΝΜΑ [χάραξ, ακος] περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω νεοελλ. 1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω 2. (στην αμπελουργία)… … Dictionary of Greek
περιχαρακώνω — περιχαρακῶ, όω, ΝΜΑ 1. κατασκευάζω χαράκωμα γύρω από κάτι, οχυρώνω 2. μτφ. προστατεύω αποτελεσματικά νεοελλ. απομονώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαρακῶ ( ώνω) (< χάραξ)] … Dictionary of Greek
χαράκωμα — ώματος, το, ΝΑ [χαρακῶ / ώνω] πρόχειρο οχύρωμα με πασσάλους μπηγμένους στη γη ή από ταχύσκαπτο όρυγμα στο έδαφος νεοελλ. 1. η χάραξη παράλληλων γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα 2. η δημιουργία χαραγών σε ένα αντικείμενο 3. στρ. α) τάφρος… … Dictionary of Greek
χαράκων — ῶνος, ὁ, Α πιθ. αμπέλι με χάρακες, με πασσάλους υποστήριξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρακῶ, ώνω + επίθημα –ών (πρβλ. κοιτ ών)] … Dictionary of Greek
χαράκωση — η / χαράκωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χαρακῶ, ώνω] κατασκευή χαρακώματος κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, περιχαράκωση νεοελλ. χάραξη γραμμών πάνω σε μια επιφάνεια, ρίγωμα μσν. αρχ. πρόσδεση κλήματος σε χάρακα, σε πάσσαλο στήριξης αρχ. φράχτης από αιχμηρούς… … Dictionary of Greek